- τροφή
- η, ΝΜΑ1. αυτό με το οποίο τρέφεται κανείς, καθετί που χρησιμεύει για τη θρέψη, την αύξηση και τη συντήρηση τού ανθρώπινου οργανισμού, φαγητό2. φρ. «πνευματική τροφή» — ό,τι συντελεί στη διεύρυνση και ανάπτυξη τού πνεύματοςνεοελλ.βιολ. ουσία, γενικώς, φυσική και με περίπλοκη σύνθεση, η οποία, σε συνδυασμό με άλλες, σε κατάλληλες αναλογίες, είναι ικανή να εξασφαλίσει τον κανονικό κύκλο ζωής ενός ατόμου και τη διατήρηση τού είδους στο οποίο ανήκειαρχ.1. ο πορισμός τροφίμων («τὰς ἐκ γῆς τροφὰς εὕρετο», (Πλατ.)2. τρόπος παρασκευής φαγητού3. γεύμα4. τρόπος διατροφής, δίαιτα και, γενικότερα, τρόπος διαβίωσης5. ανατροφή («χάριν τροφῆς ἀμείβων», Αισχύλ.)6. στρ. προμήθειες για τη συντήρηση στρατεύματος7. (σχετικά με ζώα) διατήρηση, συντήρηση («τροφαῑς ἵππων», Πίνδ.)8. ο τόπος όπου εκτρέφονται ζώα9. αυτό με το οποίο προμηθεύεται κανείς τα απαραίτητα για τη ζωή, όπως λ.χ. το τόξο τού Φιλοκτήτη10. διαγωγή («δίκην τίνουσαι, τῆς προτέρας τροφῆς κακῆς οὔσης», Πλάτ.)11(στην ποίηση) θρέμμα (α. «ὦ τέκνα Κάδμου τοῦπάλαι νέα τροφή», Σοφ.β. «ἀρνῶν τροφαί», Ευρ.)12. φρ. «βίου τροφαί» — τρόπος διαβίωσης (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ- της ρίζας τού ρ. τρέφω (βλ. λ. τρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.